- ὑποπέτασμα
- ὑποπέτασμα, ατος, τό,A a cloth to spread under, carpet, Pl.Plt. 279d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπέτασμα — άσματος, τὸ Α [ὑποπετάννυμι] ύφασμα που τό απλώνουν στο δάπεδο … Dictionary of Greek
ὑποπετάσματα — ὑποπέτασμα a cloth to spread under neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)